- μεθαιρώ
- μεθαιρώ, -έω (Α)(μόνο στον επικ. επαναληπτικό αόρ. β' μεθέλεσκον) (για ένα παιχνίδι με τη σφαίρα) πηδώντας πιάνω στον αέρα («ὁ δ' ὑπὸ χθονὸς ὑψόσ' ἀερθεὶς ῥηϊδίως μεθέλεσκε», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεζα-* + αἱρῶ «πιάνω» (πρβλ. αν-αιρώ)].
Dictionary of Greek. 2013.