μεθαιρώ

μεθαιρώ
μεθαιρώ, -έω (Α)
(μόνο στον επικ. επαναληπτικό αόρ. β' μεθέλεσκον) (για ένα παιχνίδι με τη σφαίρα) πηδώντας πιάνω στον αέρα («ὁ δ' ὑπὸ χθονὸς ὑψόσ' ἀερθεὶς ῥηϊδίως μεθέλεσκε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεζα-* + αἱρῶ «πιάνω» (πρβλ. αν-αιρώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”